στιλβώνομαι

στιλβώνομαι
στιλβώνομαι, στιλβώθηκα, στιλβωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταστιλβούμαι — καταστιλβοῡμαι, όομαι (Α) μτφ. (για λόγο) στιλβώνομαι πολύ, γίνομαι στιλπνός, λαμπρός, καλλιεπής («τὸ λεῑον τοῡ λόγου καὶ κατεστιλβωμένον», Γρηγ. Ναζ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”